- βίκα
- η [βίκος (Ι)]στάμνα για κρασί ή νερό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Λετονία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη χερσόνησο της Βαλτικής. Συνορεύει στα Β με την Εσθονία, στα Α με τη Ρωσία και στα Ν με τη Λευκορωσία και τη Λιθουανία, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Βαλτική θάλασσα και στα Β από τον κόλπο της Ρίγα, έναν… … Dictionary of Greek
ἐφαβικά — ἐφᾱβικά , ἐφηβικός of neut nom/voc/acc pl (doric) ἐφᾱβικά̱ , ἐφηβικός of fem nom/voc/acc dual (doric) ἐφᾱβικά̱ , ἐφηβικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νίκη — I Μυθολογική θεότητα. Ήταν η προσωποποίηση της ιδέας της νίκης, κόρη του γίγαντα Πάλλαντα και της Στυγός, που την πήγε στο Δία για να τον βοηθήσει στον αγώνα του εναντίον των Τιτάνων. Από τότε έμεινε για πάντα στον Όλυμπο με τον Δία. Η Ν. δεν… … Dictionary of Greek
Στίρνχιλμ, Γκεόργκ — (Stiernhielm). Σουηδός ποιητής (Βίκα, Νταλάρνα 1598 – Στοκχόλμη 1672). Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Γκάιφσβαλντ και ταξίδεψε στη Γερμανία και Ολλανδία. Ασχολήθηκε με τη διπλωματία και αντιπροσώπευσε τη χώρα του στις Βαλτικές χώρες. Στη συνέχεια… … Dictionary of Greek